mona
Εμφάνιση
Αγγλοσαξονικά (ang)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mona (ang)
- η σελήνη
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mona | monaj |
αιτιατική | monan | monajn |
mona (eo)
- σχετικός με το χρήμα, χρηματικός
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mona (ca)