fool around

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας fool around
γ΄ ενικό ενεστώτα fools around
αόριστος fooled around
παθητική μετοχή fooled around
ενεργητική μετοχή fooling around

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fool around < → δείτε τις λέξεις fool και around

fool around (en)

  • χαζεύω, τεμπελιάζω, χάνω χρόνο αντί να κάνω κάτι που θα έπρεπε να κάνω
    Don’t spend your time fooling around.
    Μην περνάς τον καιρό σου χαζεύοντας.
    Don’t fool around at work!
    Μην τεμπελιάζεις στη δουλειά σου!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη loiter

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]