around

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

around (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (ανεπίσημο) οι γύρω, βρίσκονται τριγύρω
    Let’s not disturb those who are around.
    Aς μην ενοχλούμε τους γύρω.

Επίρρημα[επεξεργασία]

around (en)

  1. γύρω, τριγύρω
    They all sat around to hear the fairytale.
    Kάθισαν όλα γύρω γύρω για να ακούσουν το παραμύθι.
    I will be around if you need me.
    Θα βρίσκομαι τριγύρω αν με χρειαστείτε/χρειαστείς.
  2. περίπου, γύρω σε
    The price will be around two-hundred thousand dollars.
    Η τιμή θα είναι περίπου / γύρω στις διακόσιες χιλιάδες δολάρια.
     συνώνυμα: about, approximately

Πρόθεση[επεξεργασία]

around (en)

  1. γύρω, γύρω από, γύρω στο
    1. σε ορισμένο χώρο
      I will be helping around the house.
      Θα βοηθώ γύρω από το σπίτι.
    2. κοντά
      She has people around her that love her.
      Έχει γύρω της ανθρώπους που την αγαπούν.
      The road passes around the village.
      Ο δρόμος περνάει γύρω από το χωριό.
    3. σε κύκλο
      Some cars were racing around the stadium.
      Κάποια αυτοκίνητα έτρεχαν γύρω από το στάδιο.
    4. για δήλωση αναφοράς
      The discussion revolved around the topic.
      H συζήτηση στρεφόταν γύρω από το θέμα.