περιστρέφομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιστρέφομαι: παθητική φωνή του ρήματος περιστρέφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pεɾiˈstɾεfɔmε/
- συλλαβισμός : πε‐ρι‐στρέ‐φο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
περιστρέφομαι
- (μεταφορικά) αναπτύσσομαι γύρω από κάποιο θέμα, γίνεται συχνή αναφορά σ’ αυτό (για σκέψη, συζήτηση κ.λπ.)
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις περιστρέφω, περί και στρέφω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιστρέφομαι | περιστρεφόμουν(α) | θα περιστρέφομαι | να περιστρέφομαι | ||
β' ενικ. | περιστρέφεσαι | περιστρεφόσουν(α) | θα περιστρέφεσαι | να περιστρέφεσαι | περιστρέφου | |
γ' ενικ. | περιστρέφεται | περιστρεφόταν(ε) | θα περιστρέφεται | να περιστρέφεται | ||
α' πληθ. | περιστρεφόμαστε | περιστρεφόμαστε περιστρεφόμασταν |
θα περιστρεφόμαστε | να περιστρεφόμαστε | ||
β' πληθ. | περιστρέφεστε | περιστρεφόσαστε περιστρεφόσασταν |
θα περιστρέφεστε | να περιστρέφεστε | περιστρέφεστε | |
γ' πληθ. | περιστρέφονται | περιστρέφονταν περιστρεφόντουσαν |
θα περιστρέφονται | να περιστρέφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιστράφηκα | θα περιστραφώ | να περιστραφώ | περιστραφεί | ||
β' ενικ. | περιστράφηκες | θα περιστραφείς | να περιστραφείς | περιστρέψου | ||
γ' ενικ. | περιστράφηκε | θα περιστραφεί | να περιστραφεί | |||
α' πληθ. | περιστραφήκαμε | θα περιστραφούμε | να περιστραφούμε | |||
β' πληθ. | περιστραφήκατε | θα περιστραφείτε | να περιστραφείτε | περιστραφείτε | ||
γ' πληθ. | περιστράφηκαν περιστραφήκαν(ε) |
θα περιστραφούν(ε) | να περιστραφούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω περιστραφεί | είχα περιστραφεί | θα έχω περιστραφεί | να έχω περιστραφεί | περιστρεμμένος | |
β' ενικ. | έχεις περιστραφεί | είχες περιστραφεί | θα έχεις περιστραφεί | να έχεις περιστραφεί | ||
γ' ενικ. | έχει περιστραφεί | είχε περιστραφεί | θα έχει περιστραφεί | να έχει περιστραφεί | ||
α' πληθ. | έχουμε περιστραφεί | είχαμε περιστραφεί | θα έχουμε περιστραφεί | να έχουμε περιστραφεί | ||
β' πληθ. | έχετε περιστραφεί | είχατε περιστραφεί | θα έχετε περιστραφεί | να έχετε περιστραφεί | ||
γ' πληθ. | έχουν περιστραφεί | είχαν περιστραφεί | θα έχουν περιστραφεί | να έχουν περιστραφεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιστρέφομαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
περιστρέφομαι
- παθητική φωνή του ρήματος περιστρέφω