loiter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | loiter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | loiters |
αόριστος | loitered |
παθητική μετοχή | loitered |
ενεργητική μετοχή | loitering |
Ρήμα[επεξεργασία]
- χαζεύω, χασομερώ, στέκομαι ή περιμένω κάπου ειδικά χωρίς προφανή λόγο
- ↪ He spent all morning loitering.
- Πέρασε όλο το πρωινό χαζεύοντας.
- ↪ He is just loitering all day.
- Έτσι χασομεράει όλη την ημέρα.
- ↪ He spent all morning loitering.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- loiter - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 957, 966. ISBN 9780194325684., λήμμα: χαζεύω, χασομερώ