loiter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας loiter
γ΄ ενικό ενεστώτα loiters
αόριστος loitered
παθητική μετοχή loitered
ενεργητική μετοχή loitering

Ρήμα[επεξεργασία]

loiter (en) (αμετάβατο)

  • χαζεύω, χασομερώ, στέκομαι ή περιμένω κάπου ειδικά χωρίς προφανή λόγο
    He spent all morning loitering.
    Πέρασε όλο το πρωινό χαζεύοντας.
    He is just loitering all day.
    Έτσι χασομεράει όλη την ημέρα.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]