loaf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
loaf loaves

loaf (en)

  1. (τρόφιμο) φραντζόλα, το καρβέλι
    ⮡  a loaf of bread - ένα καρβέλι ψωμί
  2. (λαϊκότροπο) μυαλό, πολυμηχανία, επινοητικότητα
ενεστώτας loaf
γ΄ ενικό ενεστώτα loafs
αόριστος loafed
παθητική μετοχή loafed
ενεργητική μετοχή loafing

loaf (en)