loaf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
loaf | loaves |
loaf (en)
- (τρόφιμο) φραντζόλα, το καρβέλι
- ⮡ a loaf of bread - ένα καρβέλι ψωμί
- (λαϊκότροπο) μυαλό, πολυμηχανία, επινοητικότητα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | loaf |
γ΄ ενικό ενεστώτα | loafs |
αόριστος | loafed |
παθητική μετοχή | loafed |
ενεργητική μετοχή | loafing |
loaf (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) γυρίζω, τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζω, ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτα, ειδικά όταν πρέπει να δουλεύω
Πηγές
[επεξεργασία]- loaf (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- loaf (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203, 874. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, τεμπελιάζω