loaf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
loaf (en)
- φραντζόλα, καρβέλι
- (λαϊκότροπο) μυαλό, πολυμηχανία, επινοητικότητα
Ρήμα[επεξεργασία]
loaf (en)