χασομερώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χασομερώ < χασομέρι
Ρήμα
[επεξεργασία]χασομερώ και χασομεράω
- (αμετάβατο) περνάω το χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτε το ουσιαστικό
- (αμετάβατο) χρονοτριβώ, κάνω πολύ αργά αυτό που έχω να κάνω
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χασομερήσει