procrastinate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας procrastinate
γ΄ ενικό ενεστώτα procrastinates
αόριστος procrastinated
παθητική μετοχή procrastinated
ενεργητική μετοχή procrastinating

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
procrastinate < λατινική procrastinatum (αναβάλλω ως το πρωί) < procrastinare < pro- (μπροστά, εμπρός) + crastinus (που ανήκει στο αύριο, αυριανός) < cras (αύριο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /prə(ʊ)ˈkrastɪneɪt/

procrastinate (en)

  1. (αμετάβατο) χρονοτριβώ, καθυστερώ (αναβάλλω)
  2. (μεταβατικό) αναβάλλω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ανεπίσημα
[επεξεργασία]