Μετάβαση στο περιεχόμενο

postpone

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας postpone
γ΄ ενικό ενεστώτα postpones
αόριστος postponed
παθητική μετοχή postponed
ενεργητική μετοχή postponing

postpone (en)

  • αναβάλλω, καθυστερώ, κανονίζω ένα γεγονός να συμβεί σε μεταγενέστερη ώρα ή ημερομηνία από ό,τι είχα αρχικά προγραμματίσει
      The railroad strike is ongoing; therefore, the trip is postponed.
    Συνεχίζεται η απεργία στα τρένα· επομένως το ταξίδι αναβάλλεται.
      The trial was postponed to next week.
    Η δίκη αναβλήθηκε για την επόμενη εβδομάδα.
      I will postpone my departure by two days.
    Θα αναβάλλω/καθυστερώ την αναχώρησή μου για δυο μέρες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay