Μετάβαση στο περιεχόμενο

hesitate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας hesitate
γ΄ ενικό ενεστώτα hesitates
αόριστος hesitated
παθητική μετοχή hesitated
ενεργητική μετοχή hesitating

hesitate (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]