hesitate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hesitate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hesitates |
αόριστος | hesitated |
παθητική μετοχή | hesitated |
ενεργητική μετοχή | hesitating |
hesitate (en)
- διστάζω
- ⮡ Don’t hesitate to ask me for help.
- Μην δυσκολευτείς να μου ζητήσεις βοήθεια.
- ⮡ Don’t hesitate to ask me for help.