do
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | do |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | does |
αόριστος | did |
παθητική μετοχή | done |
ενεργητική μετοχή | doing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
do (en)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- και βοηθητικό ρήμα
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
do (eo)
- το όνομα του γράμματος D
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
do (eo)
Ίντο (io) [επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
do (io)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- do < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *deh₃- (=δίνω). Συγγενές με το αρχαία ελληνική δίδωμι
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
do (la) (dō1, dedī, datum, dare)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- abdo
- addo
- condo
- datarius
- datio
- dato
- dator
- datum
- datus
- dedo
- dido
- edo
- indo
- mando
- perdo
- prodo
- reddo
- subdo
- trado
- vendo
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (do, dedi, datum, dare)
|
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
do (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
do (pl)