do
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | do |
γ΄ ενικό ενεστώτα | does |
αόριστος | did |
παθητική μετοχή | done |
ενεργητική μετοχή | doing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
do (en)
- (auxiliary verb) χρησιμοποιείται να φτιάξει ερωτηματικές προτάσεις
- ↪ Did you like the food?
- Σου άρεσε το φαγητό;
- ↪ Do you speak Greek?
- Μιλάς ελληνικά;
- ↪ Did you like the food?
- (auxiliary verb, + not) μην ή δεν, χρησιμοποιείται να φτιάξει αρνητικές προτάσεις
- ↪ Do not speak!
- Μη μιλάς!
- ↪ I do not drink alcohol./I did not drink alcohol.
- Δεν πίνω αλκοόλ./Δεν ήπια αλκοόλ.
- ↪ Don’t you like the food?
- Δεν σου αρέσει το φαγητό;
- ↪ Do not speak!
- (auxiliary verb) ε, έτσι δεν είναι, χρησιμοποιείται να φτιάξει question tag
- ↪ So you didn’t see him, did you?
- Ώστε δεν τον είδες, ε;
- ↪ You trust me, don’t you?
- Με εμπιστεύεσαι, έτσι δεν είναι;
- ↪ So you didn’t see him, did you?
- (auxiliary verb) χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί η επανάληψη του πρώτου ρήματος
- ↪ Who won it? I did (=won).
- Ποιος το κέρδισε; Κέρδισα.
- ↪ Who won it? I did (=won).
- (auxiliary verb) χρησιμοποιείται να δηλώσει έμφαση
- ↪ I do like the book.
- Μου αρέσει το βιβλίο.
- ↪ I do like the book.
- (μεταβατικό) κάνω
- ↪ What can I do for you?
- Τι μπορώ να κάνω για σας;
- ↪ What do you want me to do?
- Τι θέλεις να κάνω;
- ↪ ‘’There’s nothing we can do.
- Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
- ↪ What did you do to your hair?
- Τι έκανες στα μαλλιά σου;
- ↪ What have you done to him?
- Τι του έκανες;
- ↪ What have you been doing in the bathroom for so long?
- Τι έκανες στο μπάνιο τόση ώρα;
- ↪ When in Rome do as the Romans do.
- Στη Ρώμη να κάνεις όπως κάνουν οι Ρωμαίοι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accomplish
- ↪ What can I do for you?
- (μεταβατικό) κάνω, εκτελώ τη δραστηριότητα ή την εργασία που αναφέρθηκε
- ↪ I am doing underwater fishing/climbing.
- Κάνω υποβρύχιο ψάρεμα/ορειβασία.
- ↪ I am doing exercises/English/chemistry.
- Κάνω γυμναστική/αγγλικά/χημεία.
- ↪ I do a bit of sewing/knitting.
- Κάνω λίγο ράψιμο/πλέξιμο.
- ↪ I do my military service.
- Κάνω τη θητεία μου.
- ↪ I am doing my duty.
- Κάνω το καθήκον μου.
- ↪ I am doing underwater fishing/climbing.
- (μεταβατικό) περνάω, χρησιμοποιείται με ουσιαστικά για να μιλήσει για εργασίες όπως καθάρισμα, πλύσιμο, τακτοποίηση κτλ.
- ↪ I must do (=clean) the walls/the carpets.
- Πρέπει να περάσω τους τοίχους/τα χαλιά.
- ↪ I must do (=clean) the walls/the carpets.
- (μεταβατικό) κάνω κάτι για το επάγγελμά μου
- ↪ -“What does he do for a living?” -“He does teaching./He is a teacher.”
- -«Τι κάνει για να ζήσει;» -«Κάνει το δάσκαλο.»
- ↪ -“What does he do for a living?” -“He does teaching./He is a teacher.”
- (μεταβατικό) κάνω μίμηση, μιμούμαι
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) περιηγούμαι, επισκέπτομαι ένα μέρος ως τουρίστας
- ↪ Can we do Crete in 5 days?
- Μπορούμε να περιηγηθούμε την Κρήτη σε 5 μέρες;
- ↪ Can we do Crete in 5 days?
- (μεταβατικό) κάνω, διανύω μια συγκεκριμένη απόσταση
- ↪ My car does 50 kilometers per gallon.
- Το αυτοκίνητο μου κάνει 50 χιλιόμετρα στο γαλόνι.
- ↪ I do the trip from home to the office in ten minutes.
- Σε δέκα λεπτά κάνω τη διαδρομή από το σπίτι στο γραφείο.
- ↪ My car has done ten thousand kilometers.
- Το αυτοκίνητό μου έχει κάνει δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα.
- ↪ My car does 50 kilometers per gallon.
- (μεταβατικό) κάνω, ταξιδεύω με συγκεκριμένη ταχύτητα
- ↪ A pedestrian does four kilometers per hour.
- Ένας πεζός κάνει τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα.
- ↪ A pedestrian does four kilometers per hour.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- και βοηθητικό ρήμα
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- do (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- do (auxiliary verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 413-414, 550, 555, 685, 692-695, 994. ISBN 9780194325684., λήμμα: κάνω, μη(ν), μιμούμαι, περιηγούμαι, περνώ, ώστε
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
do (eo)
- το όνομα του γράμματος D
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
do (eo)
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
do (io)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- do < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₃- (=δίνω). Συγγενές με την αρχαία ελληνική δίδωμι
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
do (la) (dō1, dedī, datum, dare)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (do, dedi, datum, dare)
|
Πηγές[επεξεργασία]
- do - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
do (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
do (pl)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συγχώνευση[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ανώμαλα ρήματα (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Σύνδεσμοι (εσπεράντο)
- Γλώσσα ίντο
- Σύνδεσμοι (ίντο)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (λατινικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ρήματα (λατινικά)
- Ρηματικές φωνές (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Λατινικά ρήματα Α συζυγίας
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Προθέσεις (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Μουσική (πολωνικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Συγχωνεύσεις (πορτογαλικά)