do

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας do
γ΄ ενικό ενεστώτα does
αόριστος did
παθητική μετοχή done
ενεργητική μετοχή doing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /duː/

Ρήμα[επεξεργασία]

do (en)

  1. (auxiliary verb) χρησιμοποιείται να φτιάξει ερωτηματικές προτάσεις
    Did you like the food?
    Σου άρεσε το φαγητό;
    Do you speak Greek?
    Μιλάς ελληνικά;
  2. (auxiliary verb, + not) μην ή δεν, χρησιμοποιείται να φτιάξει αρνητικές προτάσεις
    Do not speak!
    Μη μιλάς!
    I do not drink alcohol./I did not drink alcohol.
    Δεν πίνω αλκοόλ./Δεν ήπια αλκοόλ.
    Don’t you like the food?
    Δεν σου αρέσει το φαγητό;
  3. (auxiliary verb) ε, έτσι δεν είναι, χρησιμοποιείται να φτιάξει question tag
    So you didn’t see him, did you?
    Ώστε δεν τον είδες, ε;
    You trust me, don’t you?
    Με εμπιστεύεσαι, έτσι δεν είναι;
  4. (auxiliary verb) χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί η επανάληψη του πρώτου ρήματος
    Who won it? I did (=won).
    Ποιος το κέρδισε; Κέρδισα.
  5. (auxiliary verb) χρησιμοποιείται να δηλώσει έμφαση
    I do like the book.
    Μου αρέσει το βιβλίο.
  6. (μεταβατικό) κάνω, χρησιμοποιείται για να αναφερθώ σε ενέργειες για τις οποίες δεν αναφέρω ονομαστικά ή δεν ξέρω
    What can I do for you?
    Τι μπορώ να κάνω για σας;
    What do you want me to do?
    Τι θέλεις να κάνω;
    ‘’There’s nothing we can do.
    Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
    What did you do to your hair?
    Τι έκανες στα μαλλιά σου;
    What have you done to him?
    Τι του έκανες;
    What have you been doing in the bathroom for so long?
    Τι έκανες στο μπάνιο τόση ώρα;
    When in Rome do as the Romans do.
    Στη Ρώμη να κάνεις όπως κάνουν οι Ρωμαίοι.
  7. (μεταβατικό) κάνω, δουλεύω ή εκτελώ μια δραστηριότητα ή μια εργασία
    We did the radiators. (=we fixed them)
    Κάναμε τα καλοριφέρ. (=τα επιδιορθώσαμε)
  8. (μεταβατικό) κάνω, εκτελώ τη δραστηριότητα ή την εργασία που αναφέρθηκε
    I am doing underwater fishing/climbing.
    Κάνω υποβρύχιο ψάρεμα/ορειβασία.
    I am doing exercises/English/chemistry.
    Κάνω γυμναστική/αγγλικά/χημεία.
    I do a bit of sewing/knitting.
    Κάνω λίγο ράψιμο/πλέξιμο.
    I do my military service.
    Κάνω τη θητεία μου.
    I am doing my duty.
    Κάνω το καθήκον μου.
  9. (μεταβατικό) περνάω, χρησιμοποιείται με ουσιαστικά για να μιλήσει για εργασίες όπως καθάρισμα, πλύσιμο, τακτοποίηση κτλ.
    I must do (=clean) the walls/the carpets.
    Πρέπει να περάσω τους τοίχους/τα χαλιά.
  10. (μεταβατικό) κάνω κάτι για το επάγγελμά μου
    -“What does he do for a living?” -“He does teaching./He is a teacher.”
    -«Τι κάνει για να ζήσει;» -«Κάνει το δάσκαλο.»
  11. (μεταβατικό) κάνω, παράγω ή παρέχω κάτι
    I am doing a poem/song.
    Κάνω ένα ποίημα/τραγούδι.
    I’m doing a painting.
    Κάνω έναν πίνακα.
     συνώνυμα: make
  12. (μεταβατικό) κάνω μίμηση, μιμούμαι
    He does other people's voices for us and we laugh.
    Μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε.
    She did her uncle’s voice perfectly.
    Μιμήθηκε τέλεια τη φωνή του θείου της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imitate
  13. (μεταβατικό, ανεπίσημο) περιηγούμαι, επισκέπτομαι ένα μέρος ως τουρίστας
    Can we do Crete in 5 days?
    Μπορούμε να περιηγηθούμε την Κρήτη σε 5 μέρες;
  14. (μεταβατικό) κάνω, διανύω μια συγκεκριμένη απόσταση
    My car does 50 kilometers per gallon.
    Το αυτοκίνητο μου κάνει 50 χιλιόμετρα στο γαλόνι.
    I do the trip from home to the office in ten minutes.
    Σε δέκα λεπτά κάνω τη διαδρομή από το σπίτι στο γραφείο.
    My car has done ten thousand kilometers.
    Το αυτοκίνητό μου έχει κάνει δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα.
  15. (μεταβατικό) κάνω, ταξιδεύω με συγκεκριμένη ταχύτητα
    A pedestrian does four kilometers per hour.
    Ένας πεζός κάνει τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Phrasal Verbs:

Πηγές[επεξεργασία]



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

do < d- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

do (eo)

  • το όνομα του γράμματος D

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

do < γαλλική donc, ιταλική dunque

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

do (eo)



Ίντο (io)[επεξεργασία]

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

do (io)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

do < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₃- (=δίνω). Συγγενές με την αρχαία ελληνική δίδωμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /doː/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

do (la) (dō1, dedī, datum, dare)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : //
 

Πρόθεση[επεξεργασία]

do (pl)

  1. προς
  2. μέχρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

do (pl)



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

do < de + o

Συγχώνευση[επεξεργασία]

do (pt) αρσενικό (θηλυκό da)