do

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας do
γ΄ ενικό ενεστώτα does
αόριστος did
παθητική μετοχή done
ενεργητική μετοχή doing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /duː/

Ρήμα[επεξεργασία]

do (en)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

do < d- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

do (eo)

  • το όνομα του γράμματος D

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

do < γαλλική donc, ιταλική dunque

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

do (eo)



Ίντο (io)[επεξεργασία]

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

do (io)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

do < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₃- (=δίνω). Συγγενές με την αρχαία ελληνική δίδωμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /doː/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

do (la) (dō1, dedī, datum, dare)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : //
 

Πρόθεση[επεξεργασία]

do (pl)

  1. προς
  2. μέχρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

do (pl)



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

do < de + o

Συγχώνευση[επεξεργασία]

do (pt) αρσενικό (θηλυκό da)