do up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας do up
γ΄ ενικό ενεστώτα does up
αόριστος did up
παθητική μετοχή done up
ενεργητική μετοχή doing up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

do up < → δείτε τις λέξεις do και up

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /duː ʌp/ (βρετανικό)
 

Ρήμα[επεξεργασία]

do up (en)

  • κουμπώνω
    The Mom asked her daughter to do her coat up as it was cold outside.
    Η μαμά είπε στην κόρη της να κουμπώσει το παλτό της καθώς είχε κρύο έξω.