datum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
datum | data |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
datum (en)
- το δεδομένο
- (χαρτογραφία) ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
datum (bs)