dedo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dedo (la)
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (dedo, dedidi, deditum, dedere)
|
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dedo (pt)
- το δάχτυλο