Μετάβαση στο περιεχόμενο

do without

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας do without
γ΄ ενικό ενεστώτα does without
αόριστος did without
παθητική μετοχή done without
ενεργητική μετοχή doing without

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
do without <  δείτε τις λέξεις do και without

do without (en)