go without
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | go without |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes without |
αόριστος | went without |
παθητική μετοχή | gone without |
ενεργητική μετοχή | going without |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]go without (en)
- περνάω χωρίς κάτι
- ⮡ Can’t you go without tobacco?
- Δε μπορείς να περάσεις χωρίς καπνό;
- ≈ συνώνυμα: do without
- ⮡ Can’t you go without tobacco?
Πηγές
[επεξεργασία]- go without - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ