make

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
make makes

make (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας make
γ΄ ενικό ενεστώτα makes
αόριστος made
παθητική μετοχή made
ενεργητική μετοχή making
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

make (en)

  1. φτιάχνω
    mum made a cake for my birthday - η μαμά έφτιαξε γλυκό για τα γενέθλιά μου
    make your bed - φτιάξε (στρώσε) το κρεβάτι σου
  2. κάνω
    I made my objections clear - έκανα ξεκάθαρες τις αντιρρήσεις μου
    this movie made me cry - αυτή η ταινία με έκανε να κλάψω
    a single mistake doesn't make him a bad person - ένα μόνο λάθος δεν τον κάνει κακό άνθρωπο
  3. (για χρήματα) βγάζω, κερδίζω
    I made some money by selling my new novel - έβγαλα μερικά λεφτά πουλώντας το νέο μου μυθιστόρημα
    he made 5 bucks an hour working as a waiter - έβγαζε 5 δολάρια την ώρα δουλεύοντας σερβιτόρος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]