make
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
make | makes |
make (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | make |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes |
αόριστος | made |
παθητική μετοχή | made |
ενεργητική μετοχή | making |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
make (en)
- φτιάχνω
- ↪ mum made a cake for my birthday - η μαμά έφτιαξε γλυκό για τα γενέθλιά μου
- ↪ make your bed - φτιάξε (στρώσε) το κρεβάτι σου
- κάνω
- ↪ I made my objections clear - έκανα ξεκάθαρες τις αντιρρήσεις μου
- ↪ this movie made me cry - αυτή η ταινία με έκανε να κλάψω
- ↪ a single mistake doesn't make him a bad person - ένα μόνο λάθος δεν τον κάνει κακό άνθρωπο
- (για χρήματα) βγάζω, κερδίζω
- ↪ I made some money by selling my new novel - έβγαλα μερικά λεφτά πουλώντας το νέο μου μυθιστόρημα
- ↪ he made 5 bucks an hour working as a waiter - έβγαζε 5 δολάρια την ώρα δουλεύοντας σερβιτόρος