make it

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

make it < → δείτε τις λέξεις make και it

Έκφραση[επεξεργασία]

make it (en) (ιδιωματισμός)

  1. προλαβαίνω, πετυχαίνω να φτάσω εγκαίρως σε ένα μέρος, ειδικά όταν αυτό είναι δύσκολο
    I think we’ll make it (on time).
    Νομίζω θα προλάβουμε.
  2. τα καταφέρνω, είμαι σε θέση να είμαι παρών σε ένα μέρος
    He’s going to come but I don’t know if he will make it.
    Είναι να έρθει, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει.
    We won’t make it to the top.
    Δεν θα τα καταφέρουμε να φτάσουμε στην κορυφή.
    I’m glad you could make it, buddy!
    Χαίρομαι που τα κατάφερες κι ήρθες, φίλε μου!
  3. βγάζω, επιζώ μετά από μια σοβαρή ασθένεια ή ατύχημα, αντιμετωπίζω με επιτυχία μια δύσκολη εμπειρία
    The patient won’t make it through the night.
    Ο άρρωστος δε θα βγάλει τη νύχτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη survive

Πηγές[επεξεργασία]