survive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- survive < αγγλονορμανδικά survivre < παλαιά γαλλικά survivre < υστερολατινική supervivere < λατινική super + vivere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vivo < πρωτοϊταλικά *gʷīwō < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷíh₃weti (ζω) < gʷih₃wós < *gʷeyh₃- (ζω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
survive (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- be survived by (so-and-so): πεθαίνω/πεθαίνει ο τάδε και αφήνω πίσω μου (τους τάδε, σχεδόν πάντα την στενή οικογένεια)