Μετάβαση στο περιεχόμενο

survive

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας survive
γ΄ ενικό ενεστώτα survives
αόριστος survived
παθητική μετοχή survived
ενεργητική μετοχή surviving

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
survive < αγγλονορμανδικά survivre < παλαιά γαλλικά survivre < υστερολατινική supervivere < λατινική super + vivere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vivo < πρωτοϊταλική *gʷīwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷíh₃weti (ζω) < gʷih₃wós < *gʷeyh₃- (ζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /səˈvʌɪv/

survive (en)

  1. (αμετάβατο) επιζώ, διασώζομαι, γλυτώνω, συνεχίζω να ζω ή να υπάρχω
      She survived an earthquake/a shipwreck/a war.
    Επέζησε ενός σεισμού/ενός ναυαγίου/ενός πολέμου
      Nobody survived.
    Κανένας δε διασώθηκε.
     συνώνυμα:  make it
  2. (μεταβατικό) ζω ή υπάρχω περισσότερο από κάποιον ή κάτι, πεθαίνω/πεθαίνει ο τάδε και αφήνω πίσω μου (τους τάδε, σχεδόν πάντα την στενή οικογένεια)
      He will survive us all.
    Θα ζήσει περισσότερο απ' όλους μας.
      He is survived by his relatives.
    Αφήνει επιζώντες συγγενείς.