γλυτώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλυτώνω < μεσαιωνική ελληνική γλυτώνω < ἐγλυτώνω < *εκλυτώνω < ελληνιστική κοινή ἔκλυτος < αρχαία ελληνική λύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewH-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣʎi.ˈtɔ.nɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
γλυτώνω
- (μεταβατικό) σώζω κάποιον από επικείμενο κίνδυνο, βλάβη ή ζημία
- (αμετάβατο) σώζομαι, απαλλάσσομαι από επικείμενο κίνδυνο, βλάβη ή ζημία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αγλύτωτος
- απογλυτώνω
- γλύτωμα
- γλυτωμός
- → δείτε τη λέξη λύνω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γλυτώνω από του χάρου τα δόντια / στόμα / νύχια: ξεφεύγω από μεγάλο κίνδυνο
- γλυτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω από την εξουσία κάποιου
- φτηνά την γλύτωσε: ξέφυγε τον κίνδυνο με μικρές απώλειες
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυτώνω | γλύτωνα | θα γλυτώνω | να γλυτώνω | γλυτώνοντας | |
β' ενικ. | γλυτώνεις | γλύτωνες | θα γλυτώνεις | να γλυτώνεις | γλύτωνε | |
γ' ενικ. | γλυτώνει | γλύτωνε | θα γλυτώνει | να γλυτώνει | ||
α' πληθ. | γλυτώνουμε | γλυτώναμε | θα γλυτώνουμε | να γλυτώνουμε | ||
β' πληθ. | γλυτώνετε | γλυτώνατε | θα γλυτώνετε | να γλυτώνετε | γλυτώνετε | |
γ' πληθ. | γλυτώνουν(ε) | γλύτωναν γλυτώναν(ε) |
θα γλυτώνουν(ε) | να γλυτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλύτωσα | θα γλυτώσω | να γλυτώσω | γλυτώσει | ||
β' ενικ. | γλύτωσες | θα γλυτώσεις | να γλυτώσεις | γλύτωσε | ||
γ' ενικ. | γλύτωσε | θα γλυτώσει | να γλυτώσει | |||
α' πληθ. | γλυτώσαμε | θα γλυτώσουμε | να γλυτώσουμε | |||
β' πληθ. | γλυτώσατε | θα γλυτώσετε | να γλυτώσετε | γλυτώστε | ||
γ' πληθ. | γλύτωσαν γλυτώσαν(ε) |
θα γλυτώσουν(ε) | να γλυτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυτώσει | είχα γλυτώσει | θα έχω γλυτώσει | να έχω γλυτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυτώσει | είχες γλυτώσει | θα έχεις γλυτώσει | να έχεις γλυτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλυτώσει | είχε γλυτώσει | θα έχει γλυτώσει | να έχει γλυτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυτώσει | είχαμε γλυτώσει | θα έχουμε γλυτώσει | να έχουμε γλυτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυτώσει | είχατε γλυτώσει | θα έχετε γλυτώσει | να έχετε γλυτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυτώσει | είχαν γλυτώσει | θα έχουν γλυτώσει | να έχουν γλυτώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Ρήματα σε -ώνω