makes
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
makes (en)
- πληθυντικός του make
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
makes (en)
- γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα του του ρήματος make