make into
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | make into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes into |
αόριστος | made into |
παθητική μετοχή | made into |
ενεργητική μετοχή | making into |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]make into (en)