κερδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κερδίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]κερδίζω, πρτ.: κέρδιζα, στ.μέλλ.: θα κερδίσω, αόρ.: κέρδισα, μτχ.π.π.: κερδισμένος
- αποκτώ κέρδος από οικονομική δραστηριότητα
- έχω μια επιτυχία σε λαχείο ή τυχερό παιχνίδι που μου αποφέρει χρήματα
- νικώ σε εκλογές ή αθλητικό αγώνα
- αποκτώ κάτι μετά από προσπάθεια
- με πολύ αγώνα κέρδισε μια θέση στην εταιρεία
- (μεταφορικά) προκαλώ τους άλλους να σχηματίσουν καλή γνώμη για εμένα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κερδίζω τα προς το ζην: αποκτώ εργαζόμενος τα απαραίτητα χρήματα για να ζήσω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κέρδος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κερδίζω | κέρδιζα | θα κερδίζω | να κερδίζω | κερδίζοντας | |
β' ενικ. | κερδίζεις | κέρδιζες | θα κερδίζεις | να κερδίζεις | κέρδιζε | |
γ' ενικ. | κερδίζει | κέρδιζε | θα κερδίζει | να κερδίζει | ||
α' πληθ. | κερδίζουμε | κερδίζαμε | θα κερδίζουμε | να κερδίζουμε | ||
β' πληθ. | κερδίζετε | κερδίζατε | θα κερδίζετε | να κερδίζετε | κερδίζετε | |
γ' πληθ. | κερδίζουν(ε) | κέρδιζαν κερδίζαν(ε) |
θα κερδίζουν(ε) | να κερδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κέρδισα | θα κερδίσω | να κερδίσω | κερδίσει | ||
β' ενικ. | κέρδισες | θα κερδίσεις | να κερδίσεις | κέρδισε | ||
γ' ενικ. | κέρδισε | θα κερδίσει | να κερδίσει | |||
α' πληθ. | κερδίσαμε | θα κερδίσουμε | να κερδίσουμε | |||
β' πληθ. | κερδίσατε | θα κερδίσετε | να κερδίσετε | κερδίστε | ||
γ' πληθ. | κέρδισαν κερδίσαν(ε) |
θα κερδίσουν(ε) | να κερδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κερδίσει | είχα κερδίσει | θα έχω κερδίσει | να έχω κερδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κερδίσει | είχες κερδίσει | θα έχεις κερδίσει | να έχεις κερδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κερδίσει | είχε κερδίσει | θα έχει κερδίσει | να έχει κερδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κερδίσει | είχαμε κερδίσει | θα έχουμε κερδίσει | να έχουμε κερδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κερδίσει | είχατε κερδίσει | θα έχετε κερδίσει | να έχετε κερδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κερδίσει | είχαν κερδίσει | θα έχουν κερδίσει | να έχουν κερδίσει |
|