win
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
win | wins |
win (en)
- ατομική νίκη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | win |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wins |
αόριστος | won |
παθητική μετοχή | won |
ενεργητική μετοχή | winning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
win (en)