lose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | lose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | loses |
αόριστος | lost |
παθητική μετοχή | lost |
ενεργητική μετοχή | losing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
lose (en)
- χάνω
- ↪ I lost my keys again, maybe you know where I left them?
- Έχασα ξανά τα κλειδιά, μήπως ξέρεις πού τα άφησα;
- ↪ I lost my keys again, maybe you know where I left them?