lose sleep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lose sleep < → δείτε τις λέξεις lose και sleep

Έκφραση[επεξεργασία]

lose sleep (en)

  • (ιδιωματισμός, συνήθως με over) χάνω τον ύπνο μου για κάτι, ανησυχώ για κάτι
    It’s not worth losing sleep over.
    Δεν αξίζει να χάνεις τον ύπνο σου γι' αυτό.

Πηγές[επεξεργασία]