lose sleep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
lose sleep (en)
- (ιδιωματισμός, συνήθως με over) χάνω τον ύπνο μου για κάτι, ανησυχώ για κάτι
- ↪ It’s not worth losing sleep over.
- Δεν αξίζει να χάνεις τον ύπνο σου γι' αυτό.
- ↪ It’s not worth losing sleep over.