losing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
losing (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
losing | losings |
losing (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
losing (en)
- μετοχή ενεστώτα του ρήματος lose