win over
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | win over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wins over |
αόριστος | won over |
παθητική μετοχή | won over |
ενεργητική μετοχή | winning over |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]win over (en)
- κερδίζω, κάνω κάποιον να αλλάξει τη γνώμη του για κάτι και να μου δώσει την υποστήριξη και την έγκρισή του
He might have won me over if he spoke better to me.
- Θα με είχε κερδίσει αν μου μιλούσε καλύτερα.