Μετάβαση στο περιεχόμενο

win over

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας win over
γ΄ ενικό ενεστώτα wins over
αόριστος won over
παθητική μετοχή won over
ενεργητική μετοχή winning over

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
win over <  δείτε τις λέξεις win και over

win over (en)

  • κερδίζω, κάνω κάποιον να αλλάξει τη γνώμη του για κάτι και να μου δώσει την υποστήριξη και την έγκρισή του
    παράδειγμα  He might have won me over if he spoke better to me.
    Θα με είχε κερδίσει αν μου μιλούσε καλύτερα.