over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
over (en) (χωρίς παραθετικά)
- τετελεσμένο, κάτι που έχει τελειώσει
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
over (en) (χωρίς παραθετικά)
- ενδελεχώς, τελείως
- υπερβολικά
- ανάποδα, τοποθετώ ανάποδα
- μεταφέρω σε άλλον
Επιφώνημα[επεξεργασία]
over (en)
- τέλος! (τελευταία λέξη σε μηνύματα)
Πρόθεση[επεξεργασία]
over (en)
- πάνω από, από πάνω, στο υψηλότερο σημείο
- πάνω σε, στην επιφάνεια ενός πράγματος
- περνώ πέρα
- πάνω σε, δηλώνει εξουσία
- ↪ He has no control over his passions.
- Δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στα πάθη του.
- ↪ She reigned over a vast empire.
- Βασίλεψε πάνω σε μια απέραντη αυτοκρατορία.
- ↪ He has no control over his passions.
- από, δηλώνει προτίμηση
- παραπάνω, πέρα από κάποιο όριο
- πάνω/παραπάνω από κάποιο ποσό
- πάνω από κάποιο εμπόδιο
- ↪ He jumped over the hedge.
- Πήδηξε πάνω από το φράχτη.
- ↪ He jumped over the hedge.
- (μαθηματικά) διά (για τη διαίρεση)
- σχετικά με, περί (ενός θέματος)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 681. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, πέρα
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
over (nl)