παντού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντού < μεσαιωνική ελληνική παντοῦ < πάντα
Επίρρημα[επεξεργασία]
παντού
- σε όλα τα σημεία, σε κάθε τόπο, προς κάθε κατεύθυνση
- δε βρήκα πουθενά το ρολόι μου, αν και έψαξα παντού