παντού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντού < μεσαιωνική ελληνική παντοῦ < πάντα

Επίρρημα[επεξεργασία]

παντού

  1. σε όλα τα σημεία, σε κάθε τόπο, προς κάθε κατεύθυνση
    δε βρήκα πουθενά το ρολόι μου, αν και έψαξα παντού

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]