upon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

upon < up + on

Πρόθεση[επεξεργασία]

upon (en)

  1. (τοπικό) επί, πάνω σε, σε επαφή με
    He spread a handkerchief upon his face.
    Άπλωσε ένα μαντήλι πάνω στο πρόσωπό του.
     συνώνυμα: on, over
  2. πάνω, αναφορικά, σχετικά με, σε σχέση με κάτι
    ※  we have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system. (Git tutorial) [1]
    «Πρέπει να αποφασίσουμε πάνω στο πώς το μοντέλο ροής εργασίας που έχουμε οραματιστεί εφαρμόζεται στο σύστημα ελέγχου έκδοσης.»
     συνώνυμα: on
  3. ύστερα από
    Upon examination, the bank notes proved to be forgeries.
    Ύστερα από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχτηκαν πλαστά.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) Git In The Trenches. Πρόσβαση 2020-12-11.

Πηγές[επεξεργασία]