Μετάβαση στο περιεχόμενο

implement

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας implement
γ΄ ενικό ενεστώτα implements
αόριστος implemented
παθητική μετοχή implemented
ενεργητική μετοχή implementing

implement (en)

  • εφαρμόζω
      We will implement policies in alignment with our fiscal goals.
    Θα εφαρμόσουμε πολιτικές σε ευθυγράμμιση με τους δημοσιονομικούς μας στόχους.
      We have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system.
    Πρέπει να αποφασίσουμε πάνω στο πώς το μοντέλο ροής εργασίας που έχουμε οραματιστεί εφαρμόζεται στο σύστημα ελέγχου έκδοσης.