decide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: deicide

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

decide (en)

  • αποφασίζω
    ※  we have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system. (Git tutorial) [1]
    «Πρέπει να αποφασίσουμε πάνω στο πώς το μοντέλο ροής εργασίας που έχουμε οραματιστεί εφαρμόζεται στο σύστημα ελέγχου έκδοσης.»

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) Git In The Trenches. Πρόσβαση 2020-12-11.



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

decide (ro)