across

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

across (en)

  • (τοπικό επίρρημα) αντίκρυ, απέναντι, κατά πλάτος, από τη μια πλευρά στην άλλη πλευρά
    Ηe’s walking across.
    Περπατάει απέναντι. (προς την απέναντι μεριά)
    I helped the blind man across.
    Πέρασα τον τυφλό απέναντι.
    The river is a mile across.
    Το ποτάμι έχει ένα μίλι πλάτος.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη cross

Πρόθεση[επεξεργασία]

across (en)

  1. διασχίζω, προς την αντικρινή πλευρά, απέναντι, μέσα από, από τη μια πλευρά στην άλλη πλευρά κάποιου μέρους
    She went across the road running./She ran across the road.
    Διέσχισε το δρόμο τρέχοντας.
    The river/the road/the railway line goes across the city.
    Το ποτάμι/ο δρόμος/η σιδηροδρομική γραμμή διασχίζει την πόλη.
    He’s walking across the road.
    Περπατάει προς την αντικρινή πλευρά του δρόμου.
    He stopped by across the street (at the kiosk) for cigarettes.
    Πετάχτηκε απέναντι (στο περίπτερο) για τσιγάρα.
    I saw him coming from across the way.
    Τον είδα να έρχεται από απέναντι.
    The herd went across my field.
    Πέρασε το κοπάδι μέσα από το χωράφι μου.
    They moved the guns across the bridge.
    Πέρασαν τα πυροβόλα από το γεφύρι.
  2. στην απέναντι πλευρά, αντίκρυ, απέναντι, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά από κάτι, (σημείωση: στα ελληνικά, πάντα επίρρημα)
    He lives across the street
    Μένει στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
    Whose house is that across the way?
    Τίνος είναι το σπίτι αντίκρυ;
    Do you see that tall house? We live right across the street.
    Βλέπεις εκείνο το ψηλό σπίτι; Μένουμε ακριβώς απέναντι.
    -“Where is the pharmacy?” -“Across the way here.”
    -«Πού έχει φαρμακείο;» -«Εδώ απέναντι
    → δείτε την έκφραση over there
  3. σταυρωτά σε, πάνω ή πάνω από ένα μέρος του σώματος
    He sat with his arms across his chest.
    Καθόταν με τα χέρια του σταυρωτά στο στήθος του.

Πηγές[επεξεργασία]