across
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]across (en)
- (τοπικό επίρρημα) αντίκρυ, απέναντι, κατά πλάτος, από τη μια πλευρά στην άλλη πλευρά
- ⮡ Ηe’s walking across.
- Περπατάει απέναντι. (προς την απέναντι μεριά)
- ⮡ I helped the blind man across.
- Πέρασα τον τυφλό απέναντι.
- ⮡ The river is a mile across.
- Το ποτάμι έχει ένα μίλι πλάτος.
- ⮡ Ηe’s walking across.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη cross
Πρόθεση
[επεξεργασία]across (en)
- διασχίζω, προς την αντικρινή πλευρά, απέναντι, μέσα από, από τη μια πλευρά στην άλλη πλευρά κάποιου μέρους
- ⮡ She went across the road running./She ran across the road.
- Διέσχισε το δρόμο τρέχοντας.
- ⮡ The river/the road/the railway line goes across the city.
- Το ποτάμι/ο δρόμος/η σιδηροδρομική γραμμή διασχίζει την πόλη.
- ⮡ He’s walking across the road.
- Περπατάει προς την αντικρινή πλευρά του δρόμου.
- ⮡ He stopped by across the street (at the kiosk) for cigarettes.
- Πετάχτηκε απέναντι (στο περίπτερο) για τσιγάρα.
- ⮡ I saw him coming from across the way.
- Τον είδα να έρχεται από απέναντι.
- ⮡ The herd went across my field.
- Πέρασε το κοπάδι μέσα από το χωράφι μου.
- ⮡ They moved the guns across the bridge.
- Πέρασαν τα πυροβόλα από το γεφύρι.
- ⮡ She went across the road running./She ran across the road.
- στην απέναντι πλευρά, αντίκρυ, απέναντι, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά από κάτι, (σημείωση: στα ελληνικά, πάντα επίρρημα)
- ⮡ He lives across the street
- Μένει στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
- ⮡ Whose house is that across the way?
- Τίνος είναι το σπίτι αντίκρυ;
- ⮡ Do you see that tall house? We live right across the street.
- Βλέπεις εκείνο το ψηλό σπίτι; Μένουμε ακριβώς απέναντι.
- ⮡ -“Where is the pharmacy?” -“Across the way here.”
- -«Πού έχει φαρμακείο;» -«Εδώ απέναντι.»
- → δείτε την έκφραση over there
- ⮡ He lives across the street
- σταυρωτά σε, πάνω ή πάνω από ένα μέρος του σώματος
- ⮡ He sat with his arms across his chest.
- Καθόταν με τα χέρια του σταυρωτά στο στήθος του.
- ⮡ He sat with his arms across his chest.
Πηγές
[επεξεργασία]- across (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- across (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ