over there
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
over there (en) (αμερικανικό)
- αντίκρυ, απέναντι, σε ένα μέρος σε μικρή απόσταση από εμένα, ή σε άλλη χώρα
- ↪ Whose house is that over there?
- Τίνος είναι το σπίτι αντίκρυ;
- ↪ Do you see that tall house? We live right over there.
- Βλέπεις εκείνο το ψηλό σπίτι; Μένουμε ακριβώς απέναντι.
- → δείτε την πρόθεση across
- ↪ Whose house is that over there?