cross
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cross | crosses |
cross (en)
- ο σταυρός
- η διασταύρωση
- (χριστιανισμός, συνήθως με το the) ο σταυρός πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός
Επίθετο
[επεξεργασία]cross (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | cross |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crosses |
αόριστος | crossed |
παθητική μετοχή | crossed |
ενεργητική μετοχή | crossing |
cross (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διασχίζω, περνάω απ’ άκρη σ’ άκρη
- ↪ I am crossing a road/bridge/the sea/a desert.
- Διασχίζω ένα δρόμο/γεφύρι/τη θάλασσα/μια έρημο.
- ↪ A smile crossed her face fleetingly.
- Ένα χαμόγελο πέρασα φευγαλέα από το πρόσωπό της.
- ↪ I am crossing into Turkey.
- Περνώ στην Τουρκία.
- ↪ They crossed the river on foot.
- Πέρασαν το ποτάμι με τα πόδια.
- ↪ The ball crossed the line.
- Η μπάλα πέρασε τη γραμμή.
- ↪ I am crossing a road/bridge/the sea/a desert.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Cross (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- cross - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 229, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: διασχίζω, περνώ