Μετάβαση στο περιεχόμενο

above

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

above < μέση αγγλική above, aboven, abuven < αγγλοσαξονική abufan, onbufan < a + bufan < bi + ufan

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈbʌv/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

above (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ανωτέρω, κάτι που αναφέρεται ή γράφεται προηγουμένως στην ίδια επιστολή, βιβλίο κτλ.
      the above mentioned facts - τα ανωτέρω αναφερθέντα γεγονότα
      The committee studiously considered all of the above comments.
    Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

above (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. πάνω, παραπάνω, σε ψηλότερο σημείο
      You saw only the sky above and the sea below.
    Έβλεπες μόνο τον ουρανό πάνω και τη θάλασσα κάτω.
      (Down) below is the workshop and (up) above the house.
    Κάτω είναι το εργαστήριο κι πάνω το σπίτι.
      the floor above - ο παραπάνω όροφος
  2. πάνω, άνω, μεγαλύτερο σε αριθμό, επίπεδο ή ηλικία
      from five years old and above - από πέντε χρόνων κι πάνω
      Modern Greek for elementary, high school and above - νέα ελληνική για δημοτικό, γυμνάσιο και άνω
  3. ανωτέρω, παραπάνω, προηγουμένως σε κάτι γραπτό ή τυπωμένο
      the Council’s decision that is mentioned above - η απόφαση του Συμβουλίου που αναφέρεται ανωτέρω
      It’s mentioned (a little) further above on the same page.
    Αναφέρθηκε (λίγο) παραπάνω στην ίδια σελίδα.
  4. ψηλά στον ουρανό
      He's in a better place now, floating free as the clouds above.
    Είναι σε καλύτερη θέση πλέον, πλέοντας ελεύθερος ψηλά στα σύννεφα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

above (en) (μη μετρήσιμο)

  • (με the) τα ανωτέρω, το πρόσωπο ή το πράγμα που αναφέρεται προηγουμένως σε μια επιστολή, βιβλίο κτλ.
      taking into account the above - λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω

Πρόθεση

[επεξεργασία]

above (en)

  1. πάνω από, από πάνω, από, σε υψηλότερο μέρος ή θέση από κάτι ή κάποιον
      I’m flying above the earth.
    Πετάω πάνω από τη γη.
      His office is located one floor above from mine.
    Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου.
      He is above him in the hierarchy.
    Είναι πάνω από αυτόν στην ιεραρχία.
      The skyscraper rises 150 meters above the ground.
    Ο ουρανοξύστης υψώνεται 150 μ. από το έδαφος.
     συνώνυμα: over
  2. πάνω από, παραπάνω από, περισσότερο από κάτι, μεγαλύτερο σε αριθμό ή ηλικία από κάποιον ή κάτι
      way above average - πολύ πάνω από το μέσο όρο
      It weighs above ten tons.
    Ζυγίζει πάνω από/παραπάνω από δέκα τόννους.
     συνώνυμα: over
  3. πάνω από, περισσότερο από, έχει μεγαλύτερη σημασία ή υψηλότερη ποιότητα από κάποιον ή κάτι
      love/freedom above all - πάνω από όλα η αγάπη/η ελευθερία
      He doesn’t put anyone above his family.
    Δε βάζει κανέναν πάνω από την οικογένειά του.
      I love him above all else.
    Τον αγαπώ περισσότερο από απ' όλους.
     συνώνυμα: over, more than
  4. υπεράνω, πέραν, είμαι πολύ καλός ή πολύ ειλικρινής για να κάνω κάτι κακό
      I am above suspicion.
    Υπεράνω (πάσης) υποψίας.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • above στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια