profit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
profit profits

profit (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το κέρδος, τα χρήματα που βγάζω αφού πουλήσω πράγματα, ειδικά αφού πληρώσω το σχετικό κόστος
    taxable profit - φορολογήσιμα κέρδη
     συνώνυμα: gain
     αντώνυμα: loss
  2. (μη μετρήσιμο, επίσημο) το κέρδος, το όφελος, το πλεονέκτημα που έχω
    It is not to our profit.
    Δεν είναι προς το όφελός μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advantage

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας profit
γ΄ ενικό ενεστώτα profits
αόριστος profited
παθητική μετοχή profited
ενεργητική μετοχή profiting

profit (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pʁɔ.fi/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
profit profits

profit (fr) αρσενικό

  1. το κέρδος
  2. η ωφέλεια
  3. το καζάντι
  4. το χαΐρι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

profit (ca) αρσενικό

  1. κέρδος
  2. ωφέλεια

Εκφράσεις[επεξεργασία]