profit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
profit | profits |
profit (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- tirer profit de quelque chose - ωφελούμαι από κάτι
[επεξεργασία]
- profitabilité
- profitable
- profitablement
- profitant - profitante
- profiter
- profiterole
- profiteur - profiteuse
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
profit (ca) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- bon profit !: καλή όρεξη!