advantage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
advantage advantages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

advantage (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το πλεονέκτημα, το όφελος, το κέρδος, το ωφέλημα, κάτι που με βοηθά να είμαι καλύτερος ή πιο επιτυχημένος
    He has the advantage of experience over you.
    Έχει το πλεονέκτημα της πείρας σε σχέση με σένα.
    It is not to our advantage.
    Δεν είναι προς όφελός μας.
    I expect we will gain some advantage from it.
    Ελπίζω να έχουμε κάποιο όφελος από αυτό.
    I gained a minimal advantage from it.
    Ελάχιστο κέρδος μου απόφερε αυτό.
    the advantages of a good education - τα ωφελήματα της μόρφωσης
  2. το πλεονέκτημα, το προτέρημα, χαρακτηριστικό κάτι που το κάνει καλύτερο ή πιο χρήσιμο
    It’s an advantage to buy in bulk.
    Είναι πλεονέκτημα να αγοράζεις χονδρικώς.
    This solution has the added advantage of…
    Η λύση αυτή έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι…
    The advantage of these tires is that…
    Το προτέρημα αυτών των ελαστικών είναι ότι…
    The big advantage of his plan is its low cost.
    Το μεγάλο προτέρημα του σχεδίου του είναι το χαμηλό κόστος.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]