πλεονέκτημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλεονέκτημα τα πλεονεκτήματα
      γενική του πλεονεκτήματος των πλεονεκτημάτων
    αιτιατική το πλεονέκτημα τα πλεονεκτήματα
     κλητική πλεονέκτημα πλεονεκτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλεονέκτημα < αρχαία ελληνική πλεονέκτημα < πλεονεκτῶ < πλεονέκτης (ὁ πλέον ἔχων, αυτός που έχει περισσότερα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλεονέκτημα ουδέτερο

  1. το να βρίσκεται κάποιος σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με άλλους για την επίτευξη ενός στόχου
  2. (κατ’ επέκταση) πράγμα ή ιδιότητα που προσφέρει σε κάποιον πλεονέκτημα (με την παραπάνω έννοια)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • αφήνω το πλεονέκτημα: (ποδόσφαιρο) επιτρέπω τη συνέχεια του αγώνα, αν και έχει γίνει φάουλ, επειδή η ομάδα του παίκτη στον οποίο έγινε το φάουλ συνεχίζει να είναι κάτοχος της μπάλας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]