πλεονέκτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλεονέκτημα < αρχαία ελληνική πλεονέκτημα < πλεονεκτῶ < πλεονέκτης (ὁ πλέον ἔχων, αυτός που έχει περισσότερα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλεονέκτημα ουδέτερο
- το να βρίσκεται κάποιος σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με άλλους για την επίτευξη ενός στόχου
- (κατʼ επέκταση) πράγμα ή ιδιότητα που προσφέρει σε κάποιον πλεονέκτημα (με την παραπάνω έννοια)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αφήνω το πλεονέκτημα: (ποδόσφαιρο) επιτρέπω τη συνέχεια του αγώνα, αν και έχει γίνει φάουλ, επειδή η ομάδα του παίκτη στον οποίο έγινε το φάουλ συνεχίζει να είναι κάτοχος της μπάλας