πλεονεκτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πλεονεκτέω / πλεονεκτῶ    πλεονεκτοῦμαι 
Παρατατικός  (ἐπλεονέκτεον) / ἐπλεονέκτουν 
Μέλλοντας  πλεονεκτήσω 
Αόριστος  ἐπλεονέκτησα 
Παρακείμενος  πεπλεονέκτηκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλεονεκτέω: → δείτε τη λέξη πλεονέκτης για τη σύνθεση με στοιχεία πλέον, ἔχω και για τις λέξεις πλεονέκτης, πλεονεξία, πλεονεκτέω

Ρήμα[επεξεργασία]

πλεονεκτέω/πλεονεκτῶ

  1. είμαι άπληστος, υπερόπτης, αλαζόνας
  2. έχω ή απαιτώ περισσότερα από κάποιο πράγμα, έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 39.2
    ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι, τῶν δ᾽ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ ξύμπαντ᾽ ἀφελομένη ἔχει·
    Η ολιγαρχία, ενώ κατανέμει τους κινδύνους σ᾽ όλο τον λαό, για τα ωφελήματα όχι μόνο παίρνει τα περισσότερα, αλλά τα κρατάει για τον εαυτό της, αφαιρώντας όλα από τον λαό.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω
  4. έχω ή κερδίζω πλεονέκτημα πάνω από κάποιον
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 1, 349c
    Οὐκοῦν καὶ ἀδίκου γε ἀνθρώπου τε καὶ πράξεως ὁ ἄδικος πλεονεκτήσει καὶ ἁμιλλήσεται ὡς ἁπάντων πλεῖστον αὐτὸς λάβῃ;
    Ώστε λοιπόν θα θέλει να επικρατήσει και από έναν άλλον άδικο στην αδικία και θα βάλει τα δυνατά του, για να έχει αυτός περισσότερα από όλους τους άλλους;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  5. εξαπατώ, λαμβάνω με απάτη
  6. (στην παθητική φωνή) εξαπατώμαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]