interest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- interest < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική interesse < λατινική interesse
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interest | interests |
interest (en)
- το ενδιαφέρον
- ο τόκος δανεισμού
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | interest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interests |
αόριστος | interested |
παθητική μετοχή | interested |
ενεργητική μετοχή | interesting |
interest (en)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
interest (la)
- γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος interesse: χρειάζεται, είναι απαραίτητο
- interest perseverare - χρειάζεται επιμονή (να επιμένει κανείς)