profiterole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- profiterole < υποκοριστικό του profit (μικρό όφελος, κέρδος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
profiterole | profiteroles |
profiterole (fr) θηλυκό
- το προφιτερόλ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη profit