κερδισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κερδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κερδίζω, κερδίζομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]κερδισμένος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που έχει κερδίσει
- (για πράγμα) που έχει κερδηθεί