procrastination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
procrastination (en)
- η αναβολή μιας υποχρέωσης από αδιαφορία, τεμπελιά, ανικανότητα συγκέντρωσης ή φυγοπονία/ενασχόληση με κάτι επίπονο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
procrastination | procrastinations |
procrastination (fr) θηλυκό
- η αναβολή μιας υποχρέωσης από αδιαφορία ή τεμπελιά
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη procrastiner