εμπρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμπρός < αρχαία ελληνική ἐμπρός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /emˈbɾos/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εμπρός

  1. μπροστά

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

εμπρός

  1. προσφώνηση που χρησιμοποιείται στο τηλέφωνο
  2. απάντηση στο χτύπημα της πόρτας
  3. με προστακτική ή άλλη ισοδύναμη έκφραση, για έντονη προτροπή ή προσταγή
    ⮡  Εμπρός πες μας τι θέλεις.
    ⮡  Εμπρός ξεκινά, μη χασομεράς.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • εμπρός μαρς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]