dilly-dally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας dilly-dally
γ΄ ενικό ενεστώτα dilly-dallies
αόριστος dilly-dallied
παθητική μετοχή dilly-dallied
ενεργητική μετοχή dilly-dallying

dilly-dally (en)

  • χαζεύω
    ⮡  He spent all morning dilly-dallying.
    Πέρασε όλο το πρωινό χαζεύοντας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη loiter