play
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
play | plays |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
play (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | play |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plays |
αόριστος | played |
παθητική μετοχή | played |
ενεργητική μετοχή | playing |
play (en)