foul play
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]- η βρομοδουλειά, οι βίαιες εκδηλώσεις, η εγκληματική ή βίαιη δραστηριότητα που προκαλεί το θάνατο κάποιου
The police suspect foul play.
- Η αστυνομία υποψιάζεται βρομοδουλειά/βίαιες εκδηλώσεις.