foul play
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]- η βρομοδουλειά, οι βίαιες εκδηλώσεις, η εγκληματική ή βίαιη δραστηριότητα που προκαλεί το θάνατο κάποιου
- ⮡ The police suspect foul play.
- Η αστυνομία υποψιάζεται βρομοδουλειά/βίαιες εκδηλώσεις.
- ⮡ The police suspect foul play.