Μετάβαση στο περιεχόμενο

player

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
player players

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
player < play + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

player (en)

  • ο παίκτης, η παίκτρια
      The referee is getting paid by the players so they win.
    Ο διαιτητής πληρώνεται από τους παίκτες για να κερδίσουν.